- ἡφαιστότευκτον
- ἡφαιστότευκτοςwrought by Hephaestusmasc/fem acc sgἡφαιστότευκτοςwrought by Hephaestusneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἡφαιστότευκτον — Ἡφαιστότευκτος wrought by Hephaestus masc/fem acc sg Ἡφαιστότευκτος wrought by Hephaestus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηφαιστότευκτος — ἡφαιστότευκτος, ον (Α) ηφαιστόπονος, κατασκευασμένος από τον Ήφαιστο («παγκρατὲς σέλας ἡφαιστότευκτον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ήφαιστος + τευκτος (< τευκτός < τεύχω), πρβλ. νεό τευκτος] … Dictionary of Greek